προ ολίγου

προ ολίγου
ade's

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • υπόγυιος — και ὑπόγυος, ον, ΜΑ 1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον πρόσφατα, πριν από λίγο 3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη …   Dictionary of Greek

  • νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… …   Dictionary of Greek

  • ποταινί — και προταινί και βοιωτ. τ. προτηνί επίρρ. Α πρόσφατα, προ ολίγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ ται νί (ἡμέραι) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό, το θηλ. άρθρο ταί (επικός και ιων. τ. τού αἱ) και το μόριο νι (βλ. λ. νε), ενώ οι τ. ποταινί / ποταίνιος… …   Dictionary of Greek

  • άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… …   Dictionary of Greek

  • πάλαι — (ΑΜ πάλαι) επιρρ. 1. προ πολλού, κατά τον παλαιό καιρό («μέμνημαι τόδε ἔργον ἐγὼ πάλαι, οὔ τι νέον γε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «πάλαι ποτέ» μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε («πάλαι ποτ ἧσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. μόλις προ ολίγου, μόλις τώρα …   Dictionary of Greek

  • έγγιστος — η, ο (AM ἔγγιστος, η, ον) (υπερθ. τού εγγύς) Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά II. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. φρ. «ως έγγιστα» περίπου αρχ. 1. προ ολίγου 2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» οι πολύ στενοί συγγενείς …   Dictionary of Greek

  • αρτίσκαπτος — ἀρτίσκαπτος, ον (Α) αυτός που σκάφτηκε μόλις προ ολίγου …   Dictionary of Greek

  • αρτίφυτος — ἀρτίφυτος, ον (AM) αυτός που βλάστησε ή άνθησε προ ολίγου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”